- κρησάρισμα
- το [κρησαρίζω]το κοσκίνισμα με την κρησάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρησάρισμα — το, ατος κοσκίνισμα με την κρησάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσκίνισμα — το, ατος 1. το πέρασμα από το κόσκινο, κρησάρισμα. 2. λεπτομερής εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)